Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ. Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ (1870 - 1904)


  Ὁ Παῦλος Μελᾶς γεννήθηκε στίς 29 Μαρτίου 1870 στήν Μασσαλία τῆς Γαλλίας ἀρχαία ἑλληνική ἀποικία. Ἦταν τό τρίτο παιδί ἀπό τά ἑπτά τῆς οἰκογενείας Μελᾶ. Τά ἄλλα ἀδέλφια του ἦταν ἡ Μαρία σύζυγος τοῦ Ἕκτορος Ρωμανοῦ Αὐλάρχου τοῦ Πρίγκηπος τῆς Ἑλλάδος Νικόλαου, ἡ Ἄννα, σύζυγος τοῦ Κτηματία Ἀποστόλου Παπαδοπούλου, ὁ Γεώργιος (1866 – 1931), Δικηγόρος καί ἰδιαίτερος Γραμματεύς τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Κωνσταντίνου ΙΒ’, ὁ Παῦλος, Ἀξιωματικός τοῦ Στρατοῦ καί Μακεδονομάχος, ὁ Λέων Δικηγόρος και Βουλευτής, ὁ Κωνσταντίνος Ἀξιωματικός τοῦ Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ καί Βουλευτής καί ὁ Βασίλειος Ἀξιωματικός τοῦ Στρατοῦ καί Πρόεδρος τῆς Ἀθηναϊκῆς Λέσχης.

Ὁ πατέρας του Μιχαήλ Γ. Μελᾶς, ἦταν...  
 
 
γόνος μιᾶς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων καί ἱστορικοτέρων οἰκογενειῶν τῆς Ἠπείρου τῶν Μελάδων, ἔχοντας τίς ρίζες της στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ μητέρα του Ἑλένη τό γένος Βουτσινᾶ, ἦταν κόρη γνωστοῦ Κεφαλλονίτου ἐμπόρου ἀπό τήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας.

Στήν Μασσαλία ὁ Μιχαήλ Μελᾶς, ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο ἀποκτῶντας μία σημαντική περιουσία, μεγάλο μέρος τῆς ὁποίας διέθεσε στά διάφορα ἀπελευθερωτικά κινήματα τῆς ἐποχῆς. Ἡ σύζυγός του Ἑλένη, ἀσχολήθηκε μέ τίς φιλανθρωπίες ἀφυπνίζοντας τούς Ἕλληνες τῆς Γαλλίας.

Τό 1874 ἡ οἰκογένεια Μελᾶ φεύγει ἀπό τήν Μασσαλία καί ἔρχεται στήν Ἀθήνα. Ἐγκαθίσταται στό κέντρο τῆς πόλεως ἐπί τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου. Ἐκεῖ μεγαλώνει ὁ Παῦλος μαζί μέ τά ἓξι ἀδέλφια του, περνώντας τό καλοκαίρι του πότε στήν Ὀδησσό, πότε στό Φάληρο καί πότε στήν Κηφισιά, ὃπου ἡ οἰκογένειά του εἶχε ἐξοχικό σπίτι.

«Τό περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἐθνική δράσις τοῦ πατρός, ἡ παρακολούθησις τῶν ἐθνικῶν ἑορτῶν καί τελετῶν, ἐνασκοῦν μίαν τεραστίαν ἐπίδρασις ἐπ’ αὐτοῦ». Ἓνα τυχαῖο γεγονός τόν ἔκανε νά ἀγαπήσει ἀκόμα περισσότερο τήν πατρίδα, καί νά φουντώσει μέσα του τό αἴσθημα τῆς ἀπελευθερώσεως ὃλων τῶν σκλαβωμένων περιοχῶν τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μία ἡμέρα ἀναζητώντας τόν πατέρα του, κατέβηκε στό ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ βρέθηκε σέ μία ἔκπληξη. Ἀντικρίζει μπροστά του μερικές ξύλινες κασόνες. Ἀνοίγοντάς τες, ἀνακαλύπτει ὃτι μέσα ὑπάρχουν ὃπλα τά ὁποῖα ὁ πατέρας του ἑτοίμαζε νά τά στείλει στούς ἐπαναστημένους Κρητικούς. Ἐκεῖ τόν βρίσκει ὁ πατέρας του καί ἔπειτα ἀπό συζήτηση τόν βάζει νά ὁρκιστεῖ πώς ὃ,τι εἶδε δέν θά ἔπρεπε νά τό πεῖ πουθενά καί σέ κανέναν. Ὁ Παῦλος κρατά τόν λόγο του, ἐνῶ τό μυαλό του γυρίζει γύρω ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας.

Αὐτή ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, ὀφείλονταν στήν καταγωγή τοῦ πατέρα του καί στόν πόθο του γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων. Στό σπίτι του ἄκουγε ἱστορίες ἀπό τά κατορθώματα τῶν προγόνων του καί κυρίως ἀπό τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὁ ἑορτασμός τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τῆς 25ης Μαρτίου ἦταν γιά τόν Παῦλο μία μεγάλη ἡμέρα καί συμμετεῖχε ἐνεργά μέ ἰδιαίτερα συγκίνηση.

Ὁ μικρός Παῦλος Μελᾶς ζῆ σέ μία ἐποχή ὃπου οἱ λαοί τῆς Βαλκανικῆς πού βρίσκονταν κάτω ἀπό τόν Ὀθωμανικό ζυγό, ξεκινοῦν τά ἐπαναστατικά κινήματα, ἄλλα ἐπιτυχημένα καί ἄλλα ὄχι. Τήν περίοδο ἐκείνη ξεσπά καί ὁ τελευταῖος Ρωσσοτουρκικός πόλεμος τοῦ 1877 – 1878, ἐνῶ ζῆ καί τά γεγονότα τῆς Ἀνατολικῆς ἤ Βόρειας Θράκης ὅταν τά ἑλληνικά αὐτά ἐδάφη προσαρτήθηκαν μέ πραξικόπημα στήν Βουλγαρία τό 1885.

Τό 1886 ὁ Παῦλος Μελᾶς δίνει ἐξετάσεις καί εἰσάγεται στήν Σχολή τῶν Εὐελπίδων. Γράφει στό προσωπικό του ἡμερολόγιο. «Ἐπιλέγω τό στάδιον αὐτόν, δέν ὑπήκουσα παρά σέ μίαν ἰδέαν, νά φανῶ χρήσιμος εἰς τόν πλησίον καί εἰς τόν τόπον μου. Αὐτή εἶναι ὃλη ἡ φιλοδοξία καί, ὃπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω νά ὑπηρετήσω τήν πατρίδα μου, καί δι’ αὐτήν νά ἀποθάνω. Καμμία δυσκολία δέν θά μέ σταματήσει. Δέν θά ὑποχωρήσω ποτέ πρό τῶν ἐμποδίων. Πρός τό παρόν, ἄλλωστε, δέν θά ὑποστῶ εἰς τήν στρατιωτικήν σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ὁλίγον σκληράν, καί μερικές στερήσεις».

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1886 ὁ Παῦλος Μελᾶς εἰσέρχεται φοιτητής στήν Σχολή Εὐελπίδων. Φεύγοντας ἀπό τό σπίτι του, ὁ πατέρας του τόν λέει τά ἑξῆς τά ὁποῖα κράτησε ὡς παρακαταθήκη μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. «Ὑποταγή εἰς τό καθήκον. Ἔτσι θά πάρουμε τά Γιάννενα». Ἀλλά καί ὁ γλυκός ἀποχαιρετισμός τῆς μητέρας του τόν συγκινεῖ: «Ὁ Θεός μαζί σου γυιέ μου».

Στήν Σχολή ὁ Παῦλος προσαρμόζεται στά νέα δεδομένα. Τό ντύσιμό του δέν ἦταν αὐτό πού ἤξερε μέχρι τότε καθώς τώρα ντύνεται μέ τήν στολή τοῦ Εὔελπι. Εἶναι τό γαλαζόμαυρο ἀμπέχωνο μέ τίς κίτρινες ἐπωμίδες, τό μακρύ παντελόνι καί τό πηλίκιο τῆς Σχολῆς. Τό πρωϊνό ἐγερτήριο ἦταν στίς 04:30 τό πρωί τό καλοκαίρι καί στίς 05:00 τόν χειμῶνα. Μαθήματα, σκληρή μελέτη, σκληραγωγία, ἀσκήσεις, καψόνια, προσβολές, κρύο φαγητό, οἱ καμπάνες, οἱ ποινές, οἱ στερήσεις ἐξόδου καί τό σιωπητήριο στίς 21:00 τό βράδυ. Τό μόνο πού τόν μένει εἶναι νά ἐγκαταλείψει τήν Σχολή, νά φύγει καί νά γυρίσει στήν γαλήνη καί στήν θαλπωρή τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀλλά ὁ Παῦλος εἶχε πεῖσμα. Μένει στήν Σχολή γιατί θέλει νά γίνει ἀξιωματικός τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί νά ἐλευθερώσει τήν Ἤπειρο καί τήν Μακεδονία.

Στίς ἀρχές Ὀκτωβρίου 1886 ὁρκίζεται πρωτοετής φοιτητής τῆς Σχολῆς. Ἡ ἐπιστολή πρός τόν πατέρα του μετά τήν ὁρκομοσία, κρύβει τήν ἀγάπη καί τήν λαχτάρα του νά πολεμήσει: «Σεβαστέ μου πατέρα. Προχθές τό πρωΐ, ἔδωσα τόν νενομισμένον ὃρκον. Σᾶς βεβαιῶ ὃτι ὁρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὃρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους καρδίας ὠρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν, εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὃτι θέλω ὑπερασπίσει μέχρι τελευταίας μου πνοῆς τήν σημαίαν καί τήν πατρίδα. Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολήν μου, σᾶς παρακαλῶ σεβαστέ μου πατέρα, νά μ’ εὐχηθεῖτε ὃπως ὁ Θεός μέ βοηθήσει νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὃρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου».

Τά πέντε χρόνια τῆς Σχολῆς πέρασαν καί ὁ Παῦλος σβήνει μέ τό μολύβι του τήν τελευταῖα ἡμέρα στό ἡμερολόγιό του καί ὃλα ὃσα εἶχε ζήσει στήν Σχολή.

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1891 ὁ Παῦλος Μελᾶς ἀποφοιτᾶ ἀπό τήν Σχολή τῶν Εὐελπίδων μέ τόν βαθμό τοῦ Ἀνθυπολοχαγοῦ τοῦ Πυροβολικοῦ. Τήν ἴδια χρονιά γνωρίζεται μέ τήν κόρη τοῦ Μακεδόνος δικηγόρου – πολιτικοῦ καί ἀργότερα Πρωθυπουργοῦ Στεφάνου Δραγούμη, Ναταλία. Ἡ Ναταλία ἦταν ἀδελφή τοῦ πολιτικοῦ καί διπλωμάτου Ἴωνος Δραγούμη. Ὁ γάμος τοῦ Παύλου καί τῆς Ναταλίας στάθηκε καθοριστικός γιά τόν ἴδιο, γιατί ἀποκρυσταλλώθηκαν μέσα του τά αἰσθήματα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας ἀπό τόν Ὀθωμανικό ζυγό καί ἀπό τούς Βούλγαρους Κομιτατζῆδες. Ἡ ζωή του κυλά ἤρεμα, ἀνάμεσα στήν καθημερινή ὑπηρεσία τοῦ στρατῶνος, τοῦ σπιτιοῦ του, τῶν ἐκδρομῶν, τούς χορούς, καί τίς διάφορες συναναστροφές.

Τό 1894 γεννιέται τό πρῶτο τους παιδί. Ἦταν ἓνα χαριτωμένο ἀγοράκι. Τό ὀνόμασαν Μιχαήλ πρός τιμή τοῦ πατέρα του, φωνάζοντάς το χαϊδευτικά Μίκη. Ἡ χαρά τῆς γεννήσεως τοῦ Μίκη, σκιάζεται ἀπό τά ἐπαναστατικά κινήματα τῆς Κρήτης καί τήν ἄσχημη κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν Μακεδονία, ἐνῶ ἡ οἰκονομική κατάσταση τῆς Ἑλλάδος ἦταν τραγική.

Τό 1895 ἓνα γεγονός κάνει τόν Παῦλο Μελᾶ νά χαρεῖ. Ὁ Μεγάλος Εὐεργέτης τοῦ Γένους Γεώργιος Ἀβέρωφ ἀπό τό Μέτσοβο, ἐγκατεστημένος καί δραστηριοποιημένος στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, χρηματοδοτεῖ τήν κατασκευή τοῦ Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκοῦ Σταδίου, στό ὁποῖο τό 1896 ἔγιναν οἱ πρώτοι σύγχρονοι Ὀλυμπιακοί ἀγῶνες.

Τό 1897 στιγματίζει τήν Ἑλλάδα καί τόν Παῦλο Μελᾶ. Εἶναι ἡ χρονιά πού ξεσπᾶ ὁ ἀτυχής πόλεμος ἀνάμεσα στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί τό Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος, μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα γιά τήν Ἑλλάδα. Ἡ Ἑλλάδα χάνει τόν πόλεμο καί τά σύνορα φτάνουν μέχρι τόν Δομοκό.

Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα, καί λίγο μετά ἔρχεται στόν κόσμο τό δεύτερο παιδί του. Εἶναι ἓνα χαριτωμένο κοριτσάκι πού ὁ Παῦλος ὀνομάζει Ζωή, φωνάζοντάς την χαριτωμένα Ζέζα. Αὐτά τά δύο ὀνόματα θά χρησιμοποιήσει ἀργότερα ὡς ψευδώνυμο, κατά τήν παραμονή του στήν Μακεδονία. «Μίκης Ζέζας».

Ὁ Παῦλος συνεχίζει μία ζωή ἤρεμη, ἀνάμεσα στήν οἰκογένειά του καί τό στρατόπεδο. Τά πράγματα στήν Μακεδονία στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος εἶναι ἀκόμα δυσκολότερα. Τά Βουλγαρικά Κομιτάτα μέ τούς Κομιτατζῆδες προσπαθοῦν μέ τήν βία, τίς ἀπειλές, τούς φόνους καί τίς ἀπαγωγές, νά ἀποσπάσουν τούς Ρωμηούς Πατριαρχικούς Μακεδόνες ἀπό τό Πατριαρχεῖο καί νά τούς ἐντάξουν στήν «Βουλγαρική Ἐξαρχία».

Κάτω ἀπό αὐτήν τήν σκιά τῶν γεγονότων στήν Μακεδονία, ὁ Παῦλος Μελᾶς μαζί μέ ἄλλους τρεῖς συναδέλφους του, τούς Κοντούλη, Πλαπούτα καί Κολοκοτρώνη, παίρνουν ἄδεια ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση, γιά μία πρώτη μετάβασή τους στήν Μακεδονία, ὣστε νά ἀποκτήσουν μία γενικοτέρα εἰκόνα. Ἀντικειμενικός στόχος ἦταν ἡ περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου καί Καστοριᾶς.

Ἡ πρώτη περιοδεία τοῦ Παύλου Μελᾶ και τῶν συντρόφων του, γίνεται μεταξύ 27ης Φεβρουαρίου μέ τέλος Μαρτίου 1904. Ὁ καιρός εἶναι πολύ κρύος ἐνῶ οἱ χιονοπτώσεις καί οἱ χαμηλές θερμοκρασίες εἶναι φαινόμενα καθημερινά γιά τήν περιοχή τῆς Μακεδονίας. Γράφει στήν Ναταλία: «Εἰς κάθε βῆμα ἐκινδυνεύαμεν νά πέσουμε ἤ νά χάσουμε τά μάτια μας ἀπό τούς κλάδους τῶν δέντρων. Σκοντάμματα καί πτώσεις δέν τά ἐμέτρησα. Ἐπεράσαμεν τέσσερα ποτάμια μέ τό νερό ὡς ἐπάνω ἀπό τά γόνατά μας, ἀλλ’ αὐτά δέν ἦσαν τίποτα παραβαλόμενα μέ τό βάσανον τῆς λάσπης, προσκολλωμένης εἰς τά ὑποδήματά μας. Τουλάχιστον 5 ὀκάδων βάρος εἴχομεν νά σύρωμεν εἰς τά πόδια μας ἐπί σχεδόν δυόμισι ὣρας. Τό ψῦχος εἶναι δριμύτατον. Τά πόδια μας παγωμένα καί περιπατοῦμεν ἐπί τοῦ πάγου. Πίπτομεν ἡμιθανεῖς σχεδόν, τυλισσόμενοι εἰς τάς κάπας μας».

Ἡ διαταγή γιά τήν ἀποχώρησή του ἀπό τήν Μακεδονία γράφει γιά προσωρινή ἀνάκληση. Αὐτό τόν δίνει ἐλπίδες ὃτι γρήγορα θά ξεπεραστοῦν τά προβλήματα καί θά μπορέσει νά ξαναπάει στήν Μακεδονία. Οἱ βιαιότητες τῶν Βουλγάρων Κομιτατζήδων γίνονται ἀκόμα πιό σκληρές.

Τόν Ἰούνιο τοῦ 1904 ὁ Παῦλος Μελᾶς δέχεται μία ἐπίσκεψη ἀπό Μακεδόνες τῆς Κοζάνης, οἱ ὁποῖοι τόν ἀναφέρουν ὃτι ἡ ἄμυνα εἶναι ἓτοιμη, καί ζητοῦν τήν μεσολάβησή του στήν Ἑλληνική Κυβέρνηση γιά τήν ἀποστολή στρατοῦ στήν Μακεδονία. Τόν ἀναφέρουν ὃτι ὃλοι οἱ Μακεδόνες «ἐπιθυμοῦν ἔντονα νά τόν ξαναδοῦν κοντά τους».

Ὁ Παῦλος Μελᾶς νιώθει καί πάλι ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά φύγει γιά τήν Μακεδονία. Οἱ δικοί του μάταια προσπαθοῦν νά τόν ἀλλάξουν γνώμη. Στίς 9 Ἰουλίου 1904 παίρνει μία εἰκοσαήμερη ἄδεια ἀπό τόν Διοικητή του καί μόνος του αὐτήν την φορά ξεκινᾶ γιά τήν δευτέρα ἀποστολή του στήν Μακεδονία. Στίς 19 Ἰουλίου 1904 ὁ Παῦλος ὡς ἔμπορος μέ τό ψευδώνυμο «Πέτρος Δέδες» βρίσκεται στήν Κοζάνη ὃπου ἐντυπωσιάζεται ἀπό τήν ἀρχιτεκτονική τῆς πόλεως καί ἀπό τό Μητροπολιτικό Μέγαρο στό ὁποῖο καταλύει. Τό δωμάτιο πού κατέλυσε ὁ Παῦλος Μελᾶς, διατηρήται σήμερα ἐντός τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου τῆς Μητροπόλεως Σερβίων καί Κοζάνης, ὡς ἕνα ἱερό μέρος. Σέ ἐπιστολή του πρός τήν Ναταλία περιγράφει μέ λεπτομέρειες τήν ἀρχιτεκτονική τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου. Ἐκεῖ ὀργανώνει τήν ἄμυνα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Προτείνει τήν διεξαγωγή ἐράνων γιά τήν συγκέντρωση χρημάτων, ἐνῶ συνεργάζεται στενά καί μέ τήν Ἐκκλησία πού τά χρόνια ἐκεῖνα ἔδωσε τό αἷμα της γιά τήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας καί γιά τήν προάσπιση τῶν δικαίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.

Ἡ παρουσία του στήν Μακεδονία δίνει κουράγιο στούς Ἓλληνες Πατριαρχικούς Μακεδόνες. Σέ γράμμα του πρός τήν γυναῖκα του Ναταλία γράφει: «Αἰσθάνομαι πολύ, ὁ δυστυχής, τήν εὐτυχίαν πού ἀφήνω, αἰσθάνομαι ὃτι μ’ ὃλον τόν ἀνήσυχον καί νευρικόν χαρακτῆρα μου, ὁ βίος ὁ ὁποῖος μοῦ ἁρμόζει περισσότερον εἶναι ἣσυχος καί ὁ οἰκογενειακός. Ἀλλ’ ἀπό τινος δέν ἠξεύρω τί ἔπαθα, ἔγινα ὄργανον δυνάμεως πολύς μεγάλης ὡς φαίνεται, ἀφοῦ ἔχει τήν ἰσχύν νά κατασιγάση ὃλα τά αἰσθήματά μου καί μέ ὠθεῖ διαρκῶς πρός τήν Μακεδονίαν».

Ἡ εἰκοσαήμερη ἄδειά του τελειώνει καί ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα, ἱκανοποιημένος γιά τό μέχρι τότε ἔργο του. Με τήν ἐπιστροφή του ἐπισκέπτεται τόν Πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, στόν ὁποῖο ἐκθέτει την κατάσταση στήν Μακεδονία, ζητῶντας τον τήν ἄδεια νά συγκροτήσει στρατό ὥστε νά πορευτεῖ καί πάλι γιά τήν ἀπελευθέρωσή της. Οἱ συνθῆκες τώρα εἶναι ἰδανικές, διότι ὁ Πρόξενος τῆς Ἓλλάδος στήν Θεσσαλονίκη εἶναι ὁ πολιτικός Λάμπρος Κορομηλᾶς, ἐνῶ στό ἑλληνικό Μοναστήρι ὁ κουνιάδος του Ἴων Δραγούμης. Ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ἐπιτέλους πείθεται, καί ὁ Πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης μέ τήν σύμφωνη γνώμη καί τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Α’, ἀναθέτει στόν Παῦλο Μελά τήν ἀρχηγεία τῶν ἑλληνικῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων στήν Μακεδονία, κάτι πού τόν χαροποιεῖ.

Ὁ Παῦλος περνᾶ ὁρισμένες ἡμέρες ξεγνοιασιᾶς κοντά στήν γυναῖκα καί τά παιδιά του Μιχάλη (Μίκη) καί Ζωή (Ζέζα), ἐνῶ ἑτοιμάζεται γιά τό τρίτο καί τελευταῖο ταξίδι του. Στίς 18 Αὐγούστου 1904 ὁ Παῦλος Μελᾶς ἀποχαιρετᾶ τήν γυναίκα του γιά τελευταῖα φορά μαζί μέ τά παιδιά του. Ὅταν βγῆκε ἀπό τό σπίτι του, ἡ οἰκογένειά του στεκόταν στήν πόρτα τῆς αὐλῆς. Ὃπως ἀναφέρει ἡ Ναταλία, δέν γύρισε νά τούς δεῖ γιά νά μήν λυγίσει ἡ καρδιά τοῦ πατέρα καί συζύγου, καί αὐτό τόν κάνει νά δειλιάσει.

Στίς 27 Αὐγούστου 1904 ὁ Παῦλος Μελᾶς μαζί μέ 27 ἄντρες φτάνουν στήν Μακεδονία, ἀφοῦ προηγουμένως στήν Λάρισα εἶχε φωτογραφηθεῖ μέ τόν Μακεδονικό Ντουλαμᾶ. Μέ τήν εἴσοδό του στήν Μακεδονία καί μέ τό ψευδώνυμο πλέον «Μίκης Ζέζας», γράφει στήν Ναταλία: «Νάτα μου. Εἴμεθα ἤδη μίαν ἑβδομάδα ἐν πορείᾳ καί ἀκόμα τρυγυρίζουμε περί τήν Σαμαρίναν, ἐνῶ κάθε ἡμέραν πού περνᾶ καί πολύτιμος καιρός χαμένος εἶναι, καί περισσότερον κίνδυνον προδοσίας ἤ καταδόσεως μᾶς θέτει. Οἱ ἄνδρες μου εἶναι μελαγχολικοί, ἐγώ δέ ἐνδομύχως πλέον ἤ λυπημένος. Βλέπω μέχρις ὣρας μόνον δυσκολίας. Οἱ Τοῦρκοι εἶναι εἰδοποιημένοι, ὁδηγόν δέν ἔχουμε, τό ἔδαφος δέν τόν γνωρίζουμε. Θά φτάσωμεν ποτέ ἐκεῖ ἤ μήπως οἱ Τοῦρκοι θά μᾶς ἀρχίσουν τό κυνηγητόν καί ἔτσι θά ναυαγήσουν ὃλοι οἱ πόθοι νά βοηθήσουμε τούς ἀδελφούς; Θεέ μου, Θεέ μου! Καί ἐνῶ εὑρίσκομαι εἰς τόσην ἀπόγνωσιν ἐνδομύχως, προσπαθῶ νά ἐνθουσιάζω καί νά ἐνθαρρύνω τούς ἄνδρες μου. Βρέχει δυνατά καί ἀκατάπαυστα ἀπό ἐχθές τό πρωΐ, ἐκτός ἀπό μιᾶς παλαιοπροβαίνας τήν ὁποία ἐμοιράσαμε 27 ἄντρες χωρίς ψωμί, εἴμεθα ἐντελῶς νηστικοί. Πεινῶμεν φοβερά. Εἴμεθα ὃλοι ὑγροί ὡς τά κόκκαλα, οἱ πλείστοι ἔχουν πυρετόν. Ὀμίχλη φοβερά διαδεχθεῖσα μετ’ ὁλίγον τήν βροχήν, ἐπιβραδύνει οὔκ’ ὁλίγον τήν πορεῖα μας. Ἡ ἀπότομος καί ὁλοσθηρά κλίσις τοῦ βουνοῦ, τά πυκνότατα καί δύσκαμπτα δενδρόφυλλα, τά ὁποῖα εἶναι κάθιδρα ἀπό τήν βροχήν, μᾶς παιδεύουν φοβερά. Ἡμεῖς, τά ὃπλα μας, οἱ κάπες μας βαρειές ἀπό τήν βροχήν, πέφτομεν σκοντάφτομεν, γλυστρῶμεν διαρκῶς».

Ὓστερα ἀπό πολυήμερη πεζοπορία, φτάνουν στό Κωσταράζι τῆς Καστοριᾶς στίς 8 Σεπτεμβρίου 1904. Ἀπό ἐκεῖ ἡ Καστοριά ἀπέχει μέ τά πόδια μόνον δύο ὣρες. Ἀπό τό Κωσταράζι ὁ Παῦλος Μελᾶς καί οἱ ἄντρες του ἀφοῦ ξεκουράστηκαν, συναντιούνται μέ τόν Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη. Γιά λόγους ἀσφαλείας, οἱ ἄντρες τοῦ Παύλου καί ὁ ἴδιος, μέ τήν συνοδεία τοῦ Μητροπολίτου Γερμανοῦ φτάνουν στήν Ἱερά Μονή Τσιριλόβου, ὃπου φιλοξενοῦνται.

Ὁ «Μίκης Ζέζας» ὀργανώνει ὃλη τήν Δυτική Μακεδονία. Περνᾶ ἀπό τά χωριά Νεβογιάννη, Λέχοβο, Νέβεσκα σημερινό Νυμφαῖο. Ἀγωνίζεται καί ἐνθαρρύνει τούς κατοίκους νά μείνουν πιστοί στήν Ἑλλάδα καί στό Πατριαρχεῖο καί νά μήν προσχωρήσουν στήν «Ἐξαρχία». Γιά νά τονώσει ἀκόμα περισσότερο τό ἠθικό τῶν Μακεδόνων, μιλάει γιά τήν δύναμη τῆς θυσίας τῶν ὁλίγων: «Ἑνός ἀνδρός τό αἷμα, ἐάν ποτίσει τό χῶμα τῆς Μακεδονίας, θά ξυπνήσωσιν οἱ κοιμώμενοι. Θά ἐγκαρδιωθῶσιν οἱ τρομοκρατηθέντες, θά φυτρώσωσιν ἐπί τῆς εὐγενοῦς γῆς ἐκδικηταί καί σωτῆρες».

Ἡ παρουσία του γίνεται γνωστή σέ ὃλη τήν Μακεδονία. Οἱ Βούλγαροι τρομοκρατούνται ὃταν πληροφοροῦνται ὃτι ὁ Παῦλος Μελᾶς βρίσκεται στήν Μακεδονία. Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν τῆς Μακεδονίας τρέχουν κοντά του, πηγαίνουν νά ἐνταχθοῦν στό Σῶμα του μόνο καί μόνο νά πολεμήσουν τούς Βούλγαρους καί τούς Τούρκους.

Τό Σῶμα του ἐνισχύεται μέ πενῆντα ντόπιους κατοίκους. Ἀπ’ ὃπου καί ἄν περνάει, ὁ κόσμος τόν ἀκολουθεῖ. Ἐνῶ κατευθύνεται γιά τήν συνάντηση ἑνός ἀκόμα ἐκστρατευτικοῦ σώματος ὣστε συντονισμένα νά ἐπιτεθοῦν ἐναντίον Βουλγαρικῶν σωμάτων, φτάνουν στό χωριό Στάτιστα τῆς Καστοριᾶς, γιά νά ξεκουραστοῦν. Τό σπίτι πού ἐπελέγη ἦταν τοῦ Τραϊανοῦ Καντζάκη. Ὁ πιστός φίλος του Λάκης Πύρζας τόν προτρέπει νά μήν μείνουν στό συγκεκριμένο χωριό, διότι ὑπάρχει ἰσχυρό τουρκικό στρατιωτικό ἀπόσπασμα. Ὁ «Μίκης Ζέζας», λέει ὃτι οἱ ἄντρες του εἶναι κουρασμένοι καί ταλαιπωρημένοι τόσο ἀπό τήν πεζοπορία, ὃσο καί ἀπό τήν συνεχή βροχή. «Εἶναι ἁμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα, ἄς μείνουμε εἰς τό χωρίον νά στεγνώσουν ὁλίγον».

Ἡ ἀπόφαση αὐτή τοῦ «Μίκη Ζέζα», στάθηκε μοιραῖα. Οἱ Τοῦρκοι εἰδοποιήθηκαν ἀπό τόν Βούλγαρο Ἀρχικομιτατζή Μῆτρο Βλάχο. Ἔτσι φτάνει ἰσχυρή στρατιωτική δύναμη καί περικυκλώνουν τό σπίτι στό ὁποῖο μένει ὁ Παῦλος καί ὁρισμένοι ἀπό τούς ἄντρες του. Ὁ Παῦλος προτείνει νά κατεβοῦν στό ὑπόγειο καί ἀπό ἐκεῖ νά περάσουν στό διπλανό σπίτι γιά νά μπορέσουν νά φύγουν. Ἐνῶ κατέβαινε τίς σκάλες μία σφαῖρα τόν πῆρε στήν μέση. Ὁ στόχος ἐπετεύχθη διότι ὁ Παῦλος φοροῦσε ἄσπρες κάλτσες. Μία φωνή ἀκούστηκε: «Ὤχ! Στήν μέση μέ πῆρε παιδιά». Ὁ πόνος του εἶναι ἀβάσταχτος. Τά παλληκάρια του τόν κατεβάζουν στόν ὑπόγειο μέσα σέ φρικτούς πόνους, γιατί ἡ σφαίρα εἶχε χτυπήσει τό νεφρό. Ἀπευθυνόμενος στόν φίλο του Πύρζα, βγάζει τόν σταυρό του καί τόν παρακαλεῖ νά τόν δώσει στήν Ναταλία, ἐνῶ τό τουφέκι του στόν Μίκη του, λέγοντας τον πώς ἔκανε τό καθῆκον του. Στήν συνέχεια βγάζει τό πορτοφόλι του καί βλέπει τήν φωτογραφία τῶν παιδιῶν του τά κοιτάζει καί τά ἀποχαιρετά ἀπό μακριά. Τά παλληκάρια γύρω του προσπαθοῦν νά τόν βοηθήσουν. Ἐκεῖνος βλέπει τά παιδιά του καί λέει τά ὀνοματά τους. «Μίκη, Ζέζα, Μίκη, Ζέζα». Ὓστερα ἀπό μισή ὣρα λέει μέ κομμένη τήν φωνή: «Πονῶ» καί ἀφήνει τήν τελευταῖα του πνοή στήν σκλαβωμένη γῆ τῆς Πατριαρχικῆς Μακεδονίας. Ἦταν ἡμέρα Τετάρτη 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1904, ὅταν ὁ ἥρωας ἀρχηγός Παῦλος Μελᾶς, περνᾶ πλέον στήν αἰωνιότητα.

Τά παλληκάρια του ἀγωνιοῦν γιά τήν τύχη τοῦ σώματος τοῦ Παύλου. Σκέφτονται τί πρέπει νά κάνουν γιά νά μήν πέσει στά χέρια εἴτε τῶν Βουλγάρων εἴτε τῶν Ὀθωμανῶν. Τό θάβουν σέ ἀπόσταση τριακοσίων μέτρων ἀπό τό σπίτι. Σέ αὐτό συνέβαλλαν καί οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. «Μάνες καί ἀδελφές Μακεδόνισσες Μυροφόρες, ἡ Χριστίνα Καντζάκη, ἡ Λωζάννα Τσακάλου, ἡ Ἰωάννα Βρέλα καί ἡ Εὐτέρπη Κανέλλου, γιά νά σέ ἀσφαλίσουν τά μάτια, νά σέ εὐτρεπίσουν, νά τελέσουν ὃλα τά νεκρικά καθήκοντα, γιά νά μήν περάσεις ἄφκιαχτος κι ἀστόλιστος στήν ἀθανασία καί τήν θέωσή σου», ἀναφέρει ἡ Ἀθηνά Τσινίκου – Κακούλη, μοιρολογώντας τον στην δική τους γλώσσα: «Ὤ λε, λέ μάϊκο. Ὥ, ζάβολε, Παῦλε μ’ Ζάβολε, ὥ Παῦλε, Παῦλε μ’ μελελέβ». Δηλαδή: «Ὤχ μάνα μου, ὤχ δυστυχισμένε Παῦλε, ὤχ Παῦλε πού πᾶν τά νειάτα σου».

Ὁ Ἀγοραστός ἐκτελώντας διαταγές τοῦ Γενικοῦ Προξενείου Θεσσαλονίκης, φτάνει στόν τόπο ὃπου εἶχε ταφεῖ ὁ Παῦλος Μελᾶς γιά νά μεριμνήσει γιά τήν ὁριστική του ταφή. Τήν ὣρα πού ἀρχίζουν τήν ἐκταφή, πληροφοροῦνται ὃτι μία ὁμάδα Τούρκων στρατιωτῶν, φτάνουν στό χωριό Στάτιστα. Γιά νά ἀποφύγουν τήν σύλληψη ἀποφασίζουν νά κόψουν τό κεφάλι του τό ὁποῖον μεταφέρει στό χωριό Πισοδέρι ὁ φίλος τοῦ Παύλου Λάκης Πύρζας, καί ἐκεῖ τό θάβει μαζί μέ τόν παπά Σταῦρο Τσάμη πρῶτα στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καί στήν συνέχεια κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο σῶμα τό ξαναθάφουν. Ἡ μεταφορά τῆς κομμένης κεφαλῆς τοῦ Παύλου, ἔγινε στίς 18 Ὀκτωβρίου 1904.

Οἱ Τοῦρκοι ζητοῦν ἀπό τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ ἐπίμονα νά τούς ἀποκαλύψουν πού εἶναι θαμμένος ὁ Ἕλληνας Ἀξιωματικός, ἀλλά ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν: «Νέζναμ» δηλαδή «δέν ξέρω». Ὓστερα ἀπό ἔρευνα ἀνακαλύπτουν τό ἀκέφαλο σῶμα καί τό μεταφέρουν στήν Καστοριά. Ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης ἀναλαμβάνει δράση ὥστε νά ἔρθει τό ἀκέφαλο σῶμα στά χέρια τῶν Ἑλλήνων – Πατριαρχικῶν. Ὁ Μητροπολίτης πηγαίνει στόν Τοῦρκο Διοικητή τῆς Καστοριᾶς Χουρσίτ Πασά, καί ἀπειλῶντας τον ζητᾶ τό σῶμα τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὓστερα ἀπό τίς πιέσεις πού δέχεται, δίνει τό σῶμα στόν Δεσπότη. Ὁ Γερμανός τό πηγαίνει στήν Μητρόπολη καί τό μοιρολογεῖ. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ Μητροπολίτης Γερμανός θάβει τό ἀκέφαλο σῶμα τοῦ Παύλου Μελᾶ, τοῦ θρυλικοῦ «Μίκη Ζέζα» στόν Ναό τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τό Μητροπολιτικό Μέγαρο. Τό 1907 ὅταν ἦρθε ἡ Ναταλία μέ ἄδεια τῶν Ὀθωμανικῶν ἀρχῶν στήν Καστοριά γιά νά παραστεῖ στό τριετές μνημόσυνο τοῦ Παύλου, μεταφέρανε καί τό κεφάλι του τό ὁποῖο τοποθέτησαν στό τάφο. Ἀπό τότε ἀναπαύεται στήν Μακεδονική γῆ, τήν ὁποῖα ἀγάπησε καί θυσιάστηκε.

Ἡ τραγική εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου Μελᾶ, συγκλονίζει ὃλο τόν ἑλληνισμό. Ἡ Ἀθήνα ἀποφασίζει πλεόν νά ξυπνήσει ἀπό τόν λήθαργό της ἤ τήν «ψωφιοσύνη της» ὅπως ἀναφέρει ὁ Κουνιάδος τοῦ Παύλου, Ἴων Δραγούμης. Τό Ἑλληνικό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου τηλεγραφεῖ στό Ἑλληνικό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τά ἑξῆς: «Παρελθούσαν Τετάρτην 13ην τρέχοντος [Ὀκτωβρίου] ἡμετέρων εὑρεθέντων ἐν χωρίῳ Στάτιστᾳ καί περί ὣραν 17:00 μ. μ. ἤρξατο πυρός κατά τῶν ἡμετέρων. Ἡμέτεροι ἀπήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δέ ἀνταλλαγήν πυροβολισμῶν, ἀπεφάσισαν ἐπιχειρήσωσιν ἔξοδον.

Παῦλος Μελᾶς ὡρμήσας πρῶτος ἐπί κεφαλῆς αὐτῶν, ποτέ σφαῖρα τουρκική πλήξασα αὐτόν κατά τήν ὀσφυακήν χώραν, ἐτραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τόν ἐναπέθεσαν παρακειμένῳ οἰκίσμῳ, ἔνθα, μετά ἡμίσειαν ὣραν διαρκούσης πάντοτε συμπλοκῆς, ἐθνικός ἣρως ἡσύχασεν».

Αὐτή ἦταν ἡ ζωή καί ἡ δράση τοῦ πρώτου ἀρχηγοῦ τοῦ ἐνόπλου Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος ἣρωος Παύλου Μελᾶ ἤ «Μίκη Ζέζα». Πρός τιμή του, τό χωριό Στάτιστα ὅπου σκοτώθηκε αὐτό τό εὐγενικό παλληκάρι, ὀνομάστηκε Μελᾶς.

Ἡ λαϊκή μούσα θέλοντας νά ἀποτίσει φόρο τιμῆς πρός τόν Παῦλο Μελᾶ, συνέθεσε τό παρακάτω δημοτικό τραγούδι ἀφιερώμενο στόν «Μίκη Ζέζα».

«Σάν τέτοια ὣρα στό βουνό
ὁ Παῦλος πληγωμένος
μές στό νερό τοῦ αὐλακιοῦ
ἤτανε ξαπλωμένος.

Γιά σύρε Δῆμο μου πιστέ
στήν ποθητή πηγή μου
καί φέρε μου κρύο νερό
νά πλύνω τήν πληγή μου.

Δέν κλαίω τήν λαβωματιά
δέν κλαίω γιά τό βόλι
μόν’ κλαίω πού μέ ἄφησε
ἡ συντροφιά μου ὃλη.

Σταλαγματιά τό αἷμα μου
γιά σέ Πατρίς μου δίνω,
γιά νά ‘χεις δόξα καί τιμή
νά λάμπεις σάν τόν ἣλιο.

Παῦλος Μελᾶς κι ἄν πέθανε
τ’ ἀδέλφια του θά ζοῦνε
αὐτά θά πολεμήσουνε
καί θά ἐκδικηθοῦνε».

Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του.

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ.